- θερμοκέφαλος
- -η, -οο ευέξαπτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)-* + -κεφαλος (< κεφαλή), πρβλ. ευ-κέφαλος, πολυ-κέφαλος. Η λ. μαρτυρείται στον Ιω. Καρασούτσα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θερμοκέφαλος — η, ο θερμόαιμος, ευέξαπτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek